Monday, January 2, 2012

Ανασυγκρότηση μέσα από τα ερείπια. Nicholas Shrady, Ο μεγάλος σεισμός. Καταστροφή, δέος και ορθολογισμός στη Λισαβόνα το 1755, μετάφραση Ξενοφών Γιαταγάνας, Κριτική, Αθήνα 2010, 320 σελ. [The Books' Journal, τχ.5]


Πόσο επίκαιρο μπορεί να είναι για την Ευρώπη της κρίσης και την Ελλάδα της ύφεσης ένα βιβλίο για τη Λισαβόνα και τον μεγάλο σεισμό του 1755; Tο βιβλίο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Νίκολας Σρέιντι μας αφορά γιατί αναδεικνύει δύο καίρια ζητήματα για τη σύγχρονη Ευρώπη:
α) Το στοιχείο της κρίσης ως μοχλό πίεσης και αφορμή προοδευτικών αλλαγών
β) Τη σημασία της αποτελεσματικής ηγεσίας σε περίοδο κρίσης.
Ο Σρέιντι θεωρεί τον σεισμό της Λισαβόνας εμβληματικό γεγονός, επειδή πρωτίστως πυροδοτεί μια σειρά επιστημονικών και φιλοσοφικών συζητήσεων που θέτουν υπό αμφισβήτηση τις κρατούσες θεωρίες εκείνης της εποχής για τον άνθρωπο, τον θεό και τη φύση. Η αμφισβήτηση εκείνη συνέβαλε στη διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού στην Ευρώπη. Στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου, ο συγγραφέας περιγράφει το «χρονικό της προαναγγελθείσας παρακμιακής πορείας» της Πορτογαλίας όπως αυτό διαμορφώνεται μέσα από την ιστορική αναδρομή και το κοινωνικό πορτρέτο μιας χώρας που έχει επαναπαυθεί στον πλούτο των αποικιακών της κτήσεων. Για τον Σρέιντι, η άλλη όψη της ευημερίας που προσέφερε στη χώρα το εμπόριο, η μονοπώληση του θαλάσσιου δρόμου προς την Ασία τον 16ο αιώνα όσο και η μετέπειτα αποκλειστική εκμετάλλευση των κοιτασμάτων χρυσού της Βραζιλίας, ήταν η «χαμένη ευκαιρία» των Πορτογάλων να καλλιεργήσουν αστικό ήθος και να αξιοποιήσουν την ευρωστία τους αναθεωρώντας την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων τους, ώστε να ωφεληθούν μακροπρόθεσμα.

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΪΔΕΑΤΙΣΜΟΣ

Δυο είναι τα στοιχεία που ο Σρέιντι θεωρεί ότι καθορίζουν την πορτογαλική κοινωνία την περίοδο πριν από τον μεγάλο σεισμό: α) η έντονη θρησκευτικότητα που έχει τις ρίζες της στην εκδίωξη των Μαυριτανών από την Πορτογαλία στα μέσα του 13ου αιώνα, το κενό των οποίων καλύπτει η καθολική εκκλησία και β) το ένδοξο παρελθόν των μεγάλων θαλασσοπόρων που γεννά στους Πορτογάλους μια διαχρονική αίσθηση ανωτερότητας και κυριαρχίας απέναντι στους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Ο απόλυτος έλεγχος της εκπαίδευσης από το εκκλησιαστικό κατεστημένο καθώς και ο φόβος της Ιεράς Εξέτασης καταδικάζουν τη χώρα σε πνευματική στασιμότητα.
Σε μια περίοδο που το πνεύμα της νεωτερικότητας και οι νέες ανακαλύψεις κερδίζουν έδαφος στη βόρεια Ευρώπη, στη Λισαβόνα δεν διαχέονται έξω από έναν στενό κύκλο διανοουμένων, οπαδών του Διαφωτισμού. Ως τα μέσα του 18ου αιώνα η προνομιακή θέση της Πορτογαλίας στη παγκόσμια οικονομία δεν προκαλεί καμία ανησυχία για το μέλλον και κανέναν προβληματισμό σχετικά με το πώς αυτή η κοινωνία θα άλλαζε αν χρειαζόταν. Κι όταν ο βασιλιάς αντιλαμβάνεται την αδυναμία της Πορτογαλίας να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις, ακολουθεί μια στάνταρ συνταγή: κόβει μονέδα, ρίχνει στην αγορά χρήμα. Την ίδια περίοδο, μια μικρή αλλά δυναμική αστική τάξη που προσπαθεί να επενδύσει σε αναπτυξιακές δραστηριότητες συναντά τις έντονες αντιδράσεις της Εκκλησίας και των γαιοκτημόνων που υπερασπίζονται τα προνόμιά τους.
Όλα αυτά συνέβαιναν ώς την 1η Νοεμβρίου 1755, ημέρα των Αγίων Πάντων. Την ημέρα εκείνη, όμως, τρεις σεισμικές δονήσεις, τα παλιρροϊκά κύματα (το τσουνάμι, όπως θα λέγαμε σήμερα) και οι πυρκαγιές που ακολούθησαν ισοπέδωσαν την πόλη. Περίπου εξήντα χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και μεγάλος αριθμός κτιρίων, μεταξύ των οποίων τα πολυτελή ανάκτορα, το τελωνείο, πολλές εκκλησίες και νοσοκομεία κατέρρευσαν. Η συνθήκη ήταν η κατάλληλη ώστε όσοι επέζησαν να αρχίσουν να κλαίνε τη μοίρα τους. Στη Λισαβόνα των προκαταλήψεων και της πανίσχυρης καθολικής Εκκλησίας, άλλωστε, η μοιρολατρία τροφοδοτούνταν από τις προπαγανδιστικές ερμηνείες του κλήρου που καλούσε τους πιστούς να μετανοήσουν για τις αμαρτίες τους το συντομότερο ώστε να κατευναστεί η οργή του θεού και να αποφευχθούν τα χειρότερα. Οι πύρινοι λόγοι εύρισκαν πρόσφορο έδαφος στους απαίδευτους και ιδιαιτέρως ευσεβείς Πορτογάλους. Αλλά, εδώ που τα λέμε, το κλίμα της θρησκοληψίας και του θρησκευτικού φόβου, που έτεινε να γίνει πανικός, είχε εξαχθεί και στην Ευρώπη. Στο ελευθεριάζον Παρίσι και στο χρηματολάγνο Λονδίνο υπήρχαν κύκλοι που σκέπτονταν σοβαρά ότι ο Παντοδύναμος ετοίμαζε για τους αμαρτωλούς Ευρωπαίους τα χειρότερα, πόσο μάλλον που οι κάτοικοι της Λισαβόνας, η οποία γνώρισε τέτοια αποκαλυπτική μοίρα, ήταν υποδείγματα ευσέβειας...
Αλλά τότε ο βασιλιάς Χοσέ Α' (José I) αποφάσισε να απομακρυνθεί από τις σειρήνες που κινδυνολογούσαν και, λειτουργώντας πραγματιστικά, εκχώρησε μέρος της εξουσίας του στον μέχρι τότε υπουργό Εξωτερικών Σεμπαστιάο Χοσέ ντε Καρβάλιο (Sebastião José de Carvalho) που ανέλαβε να διαχειριστεί τη καταστροφή, κάνοντας αυτό που θα μπορούσε να είναι το πρώτο «crisis management» στην ιστορία.
Με εκείνη την απόφαση του βασιλιά, άλλαξαν και οι όροι νομιμοποίησης της εξουσίας, καθώς συντελέστηκε μια μετάβαση από την παραδοσιακή νομιμοποίηση της ελέω Θεού μοναρχίας σε μια υπό αίρεση νομιμοποίηση που κρίνεται αποκλειστικά από τα αποτελέσματα της δράσης του φορέα της. Ο Καρβάλιο, οι ηγετικές ικανότητες του οποίου αναδείχθηκαν από την κρισιμότητα της συγκυρίας, κατάφερε εν τέλει να διασώσει ό,τι έχει απομείνει από τη Λισαβόνα και έθεσε τις προϋποθέσεις για την ανασυγκρότησή της. Δεν ήταν όμως η θεσμική θέση που κατείχε αυτή που τον κατέστησε ηγέτη, αλλά οι προσωπικές του αρετές. Στην ερώτηση του βασιλιά «Τι πρέπει να γίνει για να ανταποκριθούμε σε αυτή την επιβολή της θείας δικαιοσύνης;», εκείνος απαντά με πραγματισμό: «να θάψουμε τους νεκρούς και να ταΐσουμε τους επιζώντες».
Πάντως, επειδή διέκρινε ορατό τον κίνδυνο να επικρατήσει η μοιρολατρία, δεν δίστασε να καταφύγει στην απειλή των όπλων προκειμένου όσοι λιποτακτούν να επιστρέφουν για να συμβάλλουν στην ανασυγκρότηση. Ταυτόχρονα, διέταξε την άμεση εκτέλεση όσων συλλαμβάνονταν να λεηλατούν και να κερδοσκοπούν συντηρώντας το χάος. Aποφασισμένος να απαλλαγεί από όποιον θα στεκόταν εμπόδιο στο μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα ίδρυσε μια ισχυρή αστυνομία και μετέφερε τις λογοκριτικές αρμοδιότητες από την Ιερά Εξέταση στην Real Mensa Censoria, με σκοπό να απαγορευθεί οποιαδήποτε ενέργεια κρινόταν ως αντιμοναρχική.

ΜΕΓΑΛΕΣ ΤΟΜΕΣ

Η κρατική βία ήταν ένας τρόπος ώστε ο Καρβάλιο να κυβερνήσει σχετικά απερίσπαστος. Και όντως, κατάφερε να αξιοποιήσει την ευκαιρία ιστορικών διαστάσεων που του παρουσιάστηκε, επιχειρώντας στο μέτρο του δυνατού την αλλαγή παραδείγματος που είχε ανάγκη η Πορτογαλία. Οι τομές στις οποίες προχώρησε, σύμφωνες με το πνεύμα του Διαφωτισμού, δικαίωσαν εν τέλει και τις επιλογές και της μεθόδους του. Ποιες ήταν οι τομές αυτές; Κατάργηση της δουλείας και των φυλετικών διακρίσεων, ίση πρόσβαση όλων στα δημόσια αξιώματα, ισονομία,  εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού συστήματος...
Εκείνη η αλλαγή παραδείγματος που είχε ανάγκη η Πορτογαλία δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα είχε συντελεστεί αν η Λισαβόνα δεν είχε υποστεί την καταστροφή που υπέστη. Χρόνια αργότερα, η πορτογαλική κοινωνία ζήτησε την παραδειγματική τιμωρία του Καρβάλιο για τις αυταρχικές μεθόδους του και την αγριότητα που επέδειξε στη προσπάθειά του να υλοποιήσει το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. H βασίλισσα Μαρία, πρωτότοκη κόρη του Χοσέ Α', υπό την πίεση της λαϊκής κατακραυγής, τελικά ενέδωσε και καταδίκασε τον Καρβάλιο στην ταπείνωση και τον εξευτελισμό. Στο όνομα της Ανατροπής, αποκατέστησε την επιρροή της Εκκλησίας και των ευγενών. Ο πρώην ισχυρός υπουργός συγκέντρωσε πάνω του την μήνιν των πολλών εχθρικών θυλάκων που είχε αποκτήσει μέσα στην κοινωνία. Χρειάστηκε να περάσει καιρός για να αναγνωριστεί σταδιακά η προσφορά του στην πορτογαλική κοινωνία και τον εκσυγχρονισμό της, μάλιστα η επίσημη αναγνώρισή του ως δημόσιου άνδρα της Πορτογαλίας, η επίσημη δηλαδή αποκατάσταση της φήμης και της μνήμης του έγινε (ειρωνεία...) από τον δικτάτορα Σαλαζάρ, ο οποίος και αποκάλυψε μνημείο για τον Καρβάλιο σε κεντρικό σημείο της Λισαβόνας.

ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ

Όσο κι αν αναζητήσει κανείς συσχετίσεις της σημερινής κρίσης που διέρχεται η Ευρώπη, υπάρχει ένα στοιχείο που τη διαφοροποιεί από την κρίση με την οποία ήρθε αντιμέτωπη η Πορτογαλία το 1755: όσο αναπόφευκτη κι αν ήταν, στη δεύτερη περίπτωση, η παρακμή, η κρίση δεν ήταν το αποτέλεσμα άστοχων χειρισμών, ολιγωρίας ή έλλειψης πρωτοβουλιών, αλλά η συνέπεια μιας  κακοτυχίας. Η σημερινή ευρωπαϊκή κρίση, αντίθετα, ίσως μπορούσε να είχε αποτραπεί αν οι χειρισμοί ήταν διαφορετικοί. Υπήρχε όμως ένα κοινό στοιχείο που και στις δύο περιπτώσεις ήταν απαραίτητο να αντιμετωπιστεί, ώστε να υπάρξει στοιχειώδης ορθολογική διαχείριση – και αυτό ήταν ο κίνδυνος εγκλωβισμού της ηγεσίας σε δογματικές πεποιθήσεις. Στη Λισαβόνα, υπό το πρίσμα των θεολογικών ερμηνειών της φυσικής καταστροφής που απέδιδαν την τραγωδία στη θεϊκή οργή για τα αμαρτήματα των κατοίκων, κανείς δεν χρειαζόταν να αναλάβει δράση. Όλα εντάσσονταν στο μεγάλο και ευφυές σχέδιο του θεού και ήταν ως εκ τούτου καλώς καμωμένα. Όπως ο Καρβάλιο έπρεπε να αμφισβητήσει βασικές προκείμενες της κουλτούρας των Πορτογάλων και να τις αναιρέσει στη πράξη, χωρίς να γράψει ένα νέο –θεολογικού τύπου– μανιφέστο, κατά τον ίδιο τρόπο και η αντιμετώπιση της επιδημικής κρίσης που ξέσπασε στην ευρωζώνη προϋπέθετε την αναίρεση από τις ευρωπαϊκές ηγεσίες πρακτικών και αρχών που είχαν ως τότε μυθοποιηθεί, με πιο χαρακτηριστικό το δόγμα της κυριαρχίας των αγορών. Και οι δύο προτίμησαν τη φυγή προς τα μπρος μέσα από τη δράση.
Η ΕΕ, υπό την πίεση των αγορών και μπροστά στο ενδεχόμενο της πλήρους κατάρρευσης της ευρωζώνης, υποχρεώθηκε να αναθεωρήσει κάποιες από τις βασικές οικονομικές αρχές πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε η οικονομική και νομισματική ένωση. Η αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία, η αρχή της μη παρέμβασης του κράτους, καθώς και η αρχή της «μη διάσωσης» κράτους μέλους που έχει αποτύχει στη διαχείριση των οικονομικών του και δανείζεται με υψηλό επιτόκιο, ξεπεράστηκαν από τις εξελίξεις. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες ξεπέρασαν το 3% – αν και όχι πάντα για τους ίδιους λόγους–, δόθηκαν κρατικές επιδοτήσεις για να μην αυξηθεί περαιτέρω η ανεργία και κυρίως «διεσώθη» όχι μόνο η Ελλάδα, αλλά και η Ιρλανδία, και οι δύο χώρες που ήταν αναγκασμένες να δανείζονται με επαχθείς όρους εξαιτίας της δεινής οικονομικής τους κατάστασης.
Η ελληνική κρίση επηρέασε την ευρωπαϊκή οικονομία κυρίως επειδή ανέδειξε τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ευρωζώνης που παραμένει η μοναδική περίπτωση ένωσης στο πλαίσιο της οποίας πολιτικά ανεξάρτητες χώρες αποφασίζουν να υιοθετήσουν ένα κοινό νόμισμα. Παρ' όλα αυτά, ο συστημικός χαρακτήρας της κρίσης στην ΟΝΕ δεν απαλλάσσει σε καμιά περίπτωση από τις ευθύνες της την Ελλάδα που είναι, όπως και κάθε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ, υπεύθυνη για τις συνέπειες της πολιτικής της.
Οι προτάσεις που διατυπώνονται αυτή την περίοδο για τη δημιουργία μόνιμου μηχανισμού στήριξης του ευρώ και την ενιαία οικονομική διακυβέρνηση μπορούν να αποτελέσουν τη θεσμική απάντηση στη κρίση και, παράλληλα, ένα σημαντικό βήμα στη κατεύθυνση της πολιτικής ένωσης, που συντελείται ωστόσο υπό την πίεση των εξελίξεων και με τον φόβο επιδείνωσης της κατάστασης. Είναι εξάλλου γνωστό ότι παρά τις συζητήσεις που πυροδότησε η ελληνική κρίση για το μέλλον της ευρωζώνης, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες για μεγάλο χρονικό διάστημα αναλώνονταν σε ασκήσεις επί χάρτου ενδεικτικές της απουσίας πολιτικής βούλησης για ανάληψη συγκεκριμένων και  συντονισμένων πρωτοβουλιών.
Αν κάποιος αποδείχτηκε περισσότερο φιλοευρωπαίος και responsive στη κρίση, αυτός είναι ο «τεχνοκράτης» Ζαν-Κλοντ Τρισέ. Δηλώνοντας ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα συνεχίσει να αποδέχεται τα ελληνικά ομόλογα ως εγγύηση για την αναχρηματοδότηση των τραπεζών, ανεξαρτήτως της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, ο Τρισέ έστειλε ένα ξεκάθαρο μήνυμα στις ηγεσίες των κρατών μελών ότι η Ελλάδα αξίζει την έμπρακτη ευρωπαϊκή στήριξη.
Η αλληλεξάρτηση που αναπτύσσεται μεταξύ των οικονομιών της ευρωζώνης δημιουργεί ταυτόχρονα μια αίσθηση ασφάλειας και ανασφάλειας. Κανείς δεν γνωρίζει ποιος θα είναι ο επόμενος που θα χρειαστεί την έμπρακτη στήριξη των άλλων. Πιο συγκεκριμένα, τίποτα δεν εγγυάται ότι η Γερμανία δεν θα έχει αύριο την ανάγκη των χωρών του Νότου στις οποίες σήμερα εξάγει τα προϊόντα της. Ανισορροπία εξάλλου δεν προκαλεί μόνο το έλλειμμα, αλλά και το πλεόνασμα. Αυτό είναι, δεδομένων των αναλογιών, και το μήνυμα της Λισαβόνας που συμπυκνώνει ο Shrady στον επίλογο του βιβλίου του:

Η βαθιά ανάγκη των ανθρώπων να ορθώσουν το ανάστημά τους όταν ξεσπούν τέτοιες καταστροφές, σαν κάτι να λέει στον συλλογικό μας ψυχισμό ότι κανείς δεν ξέρει ποιος θα είναι το επόμενο θύμα.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο βραδυκίνητη και αν είναι, δεν βαδίζει όπως η Λισαβόνα, αμέριμνη το δρόμο της. Δεν είναι απλός θεατής των εξελίξεων, δεν ενεργεί όμως  και με τον τρόπο και την ταχύτητα που απαιτούν οι περιστάσεις. Οι ιδιομορφίες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος με κυριότερη την απουσία εκείνων των ενοποιητικών πολιτισμικών στοιχείων που συγκροτούν τις εθνικές ταυτότητες, είναι ίσως ο σπουδαιότερος λόγος για τον οποίο η ΕΕ χρειάζεται να στραφεί προς τη δράση, όχι μόνο για την υπέρβαση της κρίσης, αλλά και για να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα τη νομιμοποίηση που χρειάζεται για να μπορέσει να επιβιώσει.

No comments:

Post a Comment