Friday, January 27, 2012

Συνέντευξη με τον Cas Mudde, συγγραφέα του βιβλίου "Λαϊκιστικά Ριζοσπαστικά Δεξιά Κόμματα στην Ευρώπη", Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2011, 519 σελ. [The Books' Journal, τχ.16]


Ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός, όπως και πολλά συγγενή κόμματα στην Ευρώπη,  δεν κινείται εκτός του συνταγματικού τόξου, ισχυρίζεται ο καθηγητής Κας Μούντε, ο οποίος μελετά επί δεκαετίες το φαινόμενο του ευρωπαϊκού ακροδεξιού χώρου. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, με αφορμή την έκδοση στα ελληνικά του θεμελιώδους βιβλίου του για τα Λαϊκιστικά Ριζοσπαστικά Δεξιά Κόμματα στην Ευρώπη, εξηγεί τις κοινές αφετηρίες και τις διαφορές των κομμάτων αυτής της οικογένειας και αναφέρεται στα λαϊκιστικά χαρακτηριστικά τους, στην ξενοφοβία που υποθάλπουν, στα ισχυρά χαρτιά της πολιτικής απήχησής τους και στις αδυναμίες τους… Πώς αντιμετωπίζονται αυτού του τύπου τα κόμματα σε μια δημοκρατία; Με περισσότερη δημοκρατία.

 Ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός συγκαταλέγεται στα κόμματα που, από την περιοχή της δεξιάς συντήρησης, «επιθυμούν τον επανασχεδιασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μια πιο διακυβερνητική βάση». Στα κόμματα που επιδιώκουν τα κράτη μέλη να ανακτήσουν κάποιες από τις εξουσίες που έχουν εκχωρήσει στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Αν και δεν είναι φασιστικό κόμμα, έχει συμβολική σημασία η συμμετοχή του στην κυβέρνηση Παπαδήμου. «Τα δύο μεγάλα κόμματα είναι αυτά που κατέστησαν τον ΛΑΟΣ αποδεκτό κυβερνητικό εταίρο. Θεωρώ ότι πρόκειται για αποτυχία, τόσο λόγω της ιδεολογίας του κόμματος αυτού, όσο και λόγω της έλλειψης εκλογικής και πολιτικής αναγκαιότητας να συμπεριληφθεί στην κυβέρνηση».  

Τα παραπάνω είναι σύνοψη διατυπώσεων του ολλανδού καθηγητή Κας Μούντε (Cas Mudde), ο οποίος διδάσκει πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο DePauw της Αμερικής και θεωρείται ένας από τους πλέον αναγνωρισμένους μελετητές της κομματικής οικογένειας της Ακροδεξιάς παγκοσμίως.  Το βιβλίο του Λαϊκιστικά Ριζοσπαστικά Δεξιά κόμματα στην Ευρώπη, μια διεξοδική μελέτη που κυκλοφόρησε το 2007 και βραβεύθηκε από το περιοδικό Choice ως το σημαντικότερο επιστημονικό βιβλίο για το 2008, μεταφράστηκε πρόσφατα στα ελληνικά και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο. Πρόκειται για εξαιρετικά επίκαιρο και ενδιαφέρον βιβλίο αν λάβει κάποιος υπ’ όψη του την ανοδική πορεία των «λαϊκιστικών ριζοσπαστικών δεξιών κομμάτων»,  όπως τα αποκαλεί ο Μούντε, τα τελευταία χρόνια, τόσο στη Δυτική όσο και στην Ανατολική Ευρώπη, και τους προβληματισμούς που την συνοδεύουν. Είναι η άνοδος των κομμάτων αυτών συνέπεια της οικονομικής κρίσης; Κατά τον Μούντε, τα κόμματα αυτού του τύπου δεν ευνοούνται ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, κυρίως επειδή για τα περισσότερα από αυτά τα οικονομικά ζητήματα είναι δευτερεύοντα. 
Στην συνέντευξη που μας παραχώρησε, ο Κας Μούντε μας μίλησε ακόμα για τα κοινά ιδεολογικά χαρακτηριστικά των λαϊκιστικών ριζοσπαστικών κομμάτων, τη στάση τους απέναντι στην Ευρώπη, την σχέση τους με την πολιτική βία, την καλλιέργεια του φόβου για το Ισλάμ… 


Η οικονομική κρίση έχει συμβάλει στην άνοδο της λαικιστικής ριζοσπαστικής δεξιάς στην Ευρώπη και με ποιον τρόπο;
Η οικονομική κρίση δεν ευνοεί ιδιαίτερα την λαϊκιστική ριζοσπαστική δεξιά , τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα. Αυτό συμβαίνει γιατί οι πολίτες σε περιόδους κρίσης τείνουν να εμπιστεύονται περισσότερο μεγαλύτερα κόμματα και δοκιμασμένους πολιτικούς. Επιπλέον, για τα περισσότερα λαϊκιστικά ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα τα οικονομικά ζητήματα είναι μάλλον δευτερεύοντα, οπότε εν μέσω κρίσης δεν έχουν και πολλά να προτείνουν. Τα δημοφιλή σε αυτή την κομματική οικογένεια θέματα, όπως η μετανάστευση και η τάξη, σχεδόν χάνουν τη σημασία τους. Οπωσδήποτε, η κρίση αυξάνει την ανασφάλεια και την πολιτική δυσαρέσκεια, από την οποία, όμως, τα λαϊκιστικά ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα μπορούν να επωφεληθούν μόνο αφού η οικονομική κατάσταση έχει σταθεροποιηθεί.    

Σε ποιούς παράγοντες οφείλεται επομένως η εκλογική επιτυχία των λαικιστικών ριζοσπαστικών δεξιών κομμάτων και η επιρροή που ασκούν στο χώρο του Κέντρου; 
Η λαικιστική ριζοσπαστική δεξιά κερδίζει κυρίως από την αλλαγή που έγινε στη δημόσια θεματολογία κατά τη δεκαετία του 1970, τη μετάβαση δηλαδή από τα κοινωνικο-οικονομικά στα κοινωνικο-πολιτισμικά ζητήματα. Αυτό σήμερα έχει προσωρινά αντιστραφεί ως συνέπεια της οικονομικής κρίσης. Κατά κάποιον τρόπο, ευνοούνται και από την ανάπτυξη των πολυπολιτισμικών κοινωνιών και συγκεκριμένα από το γεγονός ότι στις περισσότερες ευρωπαϊκές δημοκρατίες όλα τα μεγάλα κόμματα έχουν κατά καιρούς συμμετάσχει σε κυβερνητικούς συνασπισμούς. Κερδίζουν επίσης από τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η ατζέντα της λαικιστικής ριζοσπαστικής δεξιάς συνδέεται ακριβώς με τις εξελίξεις αυτές: τη μετανάστευση, την ευρωπαϊκή ενοποίηση, το έγκλημα και την διαφθορά. 

Πόσο δύσκολο είναι για την λαικιστική ριζοσπαστική δεξιά να ισορροπήσει μεταξύ της ρητορικής που πρέπει να υιοθετήσει για να διατηρήσει την κομματική της βάση και της ανάγκης να διεισδύσει σε νέα κοινωνικά στρώματα προκειμένου να διευρύνει την επιρροή της;
Όσο δύσκολο είναι και για τα υπόλοιπα κόμματα. Ορισμένα λαϊκιστικά ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα δεν έχουν πολλούς «παραδοσιακούς ψηφοφόρους» ούτε και κάποιον ανταγωνιστή από τα δεξιά, και αυτό τους παρέχει αρκετό χώρο για να κινηθούν. Το πρόβλημα, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλα τα κόμματα, είναι με κάποια ακραία στελέχη που, σε αντίθεση με την ηγεσία, δυσκολεύονται να στραφούν σε έναν περισσότερο μετριοπαθή και ήπιο λόγο. Αντίθετα με τα κυρίαρχα κόμματα του κεντροδεξιού και κεντροαριστερού χώρου, τα λαϊκιστικά ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα έχουν ένα ελάχιστο «φυσικό μέγιστο». Υπάρχει, δηλαδή, αρκετά μεγάλο μέρος του πληθυσμού που δεν θα τα ψήφιζε ποτέ. Το ίδιο ισχύει, βεβαίως, και για τα κόμματα της ακροαριστεράς ή τους Πράσινους. Ωστόσο, η λαικιστική ριζοσπαστική δεξιά μπορεί να αγγίξει τη δική της οροφή πολύ νωρίτερα, όταν φτάσουν το 20-25% του εκλογικού σώματος, τη στιγμή που πρέπει να αποφασίσουν αν θα συνεχίσουν την αντιπολίτευση που θα τους χαρίσει μεν την ιδεολογική καθαρότητα, αλλά θα οδηγήσει τους λιγότερο ακροδεξιούς ψηφοφόρους (που θέλουν να στηρίζονται σε πολιτικές)  σε πολιτική σύγχυση, ή θα συμμετάσχουν στην κυβέρνηση, εξέλιξη που θα έχει, όμως, ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα. 

Υπάρχει μια κοινή ιδεολογική πλατφόρμα όλων των λαικιστικών ριζοσπαστικών δεξιών κομμάτων - και ποια είναι αυτή;
Το κοινό όλων των κομμάτων της λαικιστικής ριζοσπαστικής δεξιάς είναι ο συνδυασμός νατιβισμού, αυταρχισμού και λαϊκισμού. Θέλουν δηλαδή ένα ομοιόμορφο πολιτισμικά κράτος, στο οποίο οι «ξένοι» θα θεωρούνται απειλή, αυστηρές πολιτικές για την τήρηση του νόμου και της τάξης, καθώς και πολιτικές κατά των ελίτ, που απορρέουν από την «κοινή λογική». Αυτά τα τρία ιδεολογικά στοιχεία αντιστοιχούν στα θέματα της μετανάστευσης και της ευρωπαϊκής ενοποίησης (νατιβισμός), το έγκλημα (αυταρχισμός) και τη διαφθορά (λαϊκισμός). Αρκετά λαϊκιστικά ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα ενισχύουν αυτή την πλατφόρμα με πρόσθετα ιδεολογικά στοιχεία, όπως είναι ο αντισημιτισμός ή ο προνοιακός σωβινισμός, όμως αυτά δεν είναι κοινά σε όλη την κομματική οικογένεια. 

Ποιες είναι οι πηγές του λαϊκισμού στην Ευρώπη; 
Ο λαικισμός είναι μια μορφή αντίστασης στο κατεστημένο. Τροφοδοτείται, όμως,  από ένα ευρύτερο συναίσθημα που καλλιεργήθηκε ως συνέπεια ενός ευρύτερου φάσματος κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων (μετανάστευση, ευρωπαϊκή ενοποίηση, πολυπολιτισμικότητα κ.λπ.). Ο λαικισμός έρχεται να προσθέσει σε αυτό τη διάσταση της «εμπιστοσύνης στον λαό», ένα αρκετά πρόσφατο φαινόμενο στην Ευρώπη με ιδιαίτερα ελιτίστικο παρελθόν. Αυτή η εμπιστοσύνη στον λαό είναι εν μέρει συνέπεια αυτού που ο αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Ράσελ Ντάλτον αποκάλεσε «Επανάσταση της γνώσης». Με τον όρο αυτό, ο Ντάλτον περιγράφει το φαινόμενο κατά το οποίο όσο περισσότερο μορφώνονται οι άνθρωποι τόσο μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση αποκτούν στη διαχείριση των πολιτικών θεμάτων. Όμως, σήμερα, πολλοί δεν είναι πλέον διατεθειμένοι απλώς να ακολουθήσουν κάποιον ηγέτη επειδή αυτός είναι πιο μορφωμένος ή καλύτερα προετοιμασμένος να ασκήσει εξουσία. Ενώ, δηλαδή, παλιότερα πολλοί αναποφάσιστοι ψηφοφόροι θα αναζητούσαν άλλες ελίτ, τώρα όλο και περισσότεροι αναζητούν πολιτικούς «σαν κι αυτούς», πολιτικούς δηλαδή που ισχυρίζονται ότι είναι «η φωνή του λαού». 

Θα χαρακτηρίζατε την λαικιστική ριζοσπαστική δεξιά φασιστική;  
Όχι, σε καμία περίπτωση! Η σύγχρονη λαικιστική ριζοσπαστική δεξιά δέχεται τις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας και αντιτίθεται σε συγκεκριμένες πτυχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας όπως στον πλουραλισμό και τη συνταγματική προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Οι φασίστες, από την άλλη, τάσσονται κατά της δημοκρατίας, είναι αντίθετοι στην έννοια της λαϊκής κυριαρχίας και στην αρχή της πλειοψηφίας. Το να χρησιμοποιεί κάποιος σήμερα ταμπέλες όπως «φασισμός» και «νεο-ναζισμός» για να περιγράψει τα σημερινά λαϊκιστικά ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα, εκτός από λάθος είναι και αποπροσανατολιστικό, γιατί τα κάνει να δείχνουν λιγότερο επικίνδυνα από όσο είναι. Σε τελική ανάλυση, δεν είναι ισοδύναμες και το ίδιο απειλητικές η επιθυμία εκδίωξης όλων των μεταναστών και η επιθυμία εξόντωσης των Εβραίων. Πρέπει κάποια στιγμή να υπερβούμε την ιδέα πως ό,τι φοβόμαστε ή δεν μας αρέσει στην πολιτική ισούται με φασισμό. Αυτό, εκτός από προσβολή στις χιλιάδες των θυμάτων του (αληθινού) φασισμού, μπορεί να οδηγήσει και σε υπερβολικές αντιδράσεις από την πλευρά του κράτους (π.χ. κομματικές απαγορεύσεις). 

Στην Ελλάδα, το ακροδεξιό κόμμα ΛΑΟΣ συμμετέχει στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Πολλοί, όταν ανακοινώθηκε η συμμετοχή του, σχολίασαν ότι αυτό ισοδυναμεί με ανάληψη εξουσίας από φασίστες. Έχετε υπ’ όψη σας τα συμβάντα; Και τι πιστεύετε;  
Για να είμαι ειλικρινής, αν και πρέπει να ομολογήσω ότι δεν παρακολουθώ στενά την ελληνική επικαιρότητα, εξεπλάγην. Παρότι αντιλαμβάνομαι την ανάγκη για κυβέρνηση εθνικής ενότητας, αυτή η προοπτική δεν ήταν ποτέ ρεαλιστική, με δεδομένη την απόρριψη των δύο αριστερών κοινοβουλευτικών κομμάτων. Επίσης, δεδομένου ότι η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ συγκεντρώνουν την απαραίτητη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, δυσκολεύομαι να κατανοήσω γιατί έπρεπε στην κυβέρνηση αυτή να συμπεριλάβουν τον ΛΑΟΣ – εκτός και αν τα δύο μεγάλα κόμματα ανησυχούν για την διαρροή ψηφοφόρων προς αυτό, και ιδιαιτέρως η ΝΔ. Είναι, όμως, αυθαίρετο να θεωρεί κάποιος την συμμετοχή του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση ανάθεση εξουσίας στους φασίστες. Πρώτα απ’ όλα, η διαδικασία ήταν απολύτως δημοκρατική. Δεύτερον, μόνο ένα από τα δεκαεφτά υπουργεία της κυβέρνησης έχει δοθεί σε βουλευτή του ΛΑΟΣ και, άρα, πρακτικά, δεν έχει μεγάλη εξουσία. Τρίτον, ούτε και στο Κοινοβούλιο έχει ιδιαίτερη εξουσία, αφού ΝΔ και ΠΑΣΟΚ έχουν άνετη πλειοψηφία. Η συμμετοχή του στην κυβέρνηση είναι για μένα μάλλον συμβολική. Τα δύο μεγάλα κόμματα είναι αυτά που κατέστησαν τον ΛΑΟΣ αποδεκτό κυβερνητικό εταίρο. Θεωρώ ότι πρόκειται για αποτυχία, τόσο λόγω της ιδεολογίας του κόμματος αυτού, όσο και λόγω της έλλειψης εκλογικής και πολιτικής αναγκαιότητας να συμπεριληφθεί στην κυβέρνηση. 

Ποια είναι η στάση της λαικιστικής ριζοσπαστικής δεξιάς απέναντι στην ευρωπαϊκή ενοποίηση; Ο ΛΑΟΣ, π.χ., τάσσεται υπέρ της Ευρώπης, τουλάχιστον σε επίπεδο ρητορικής, αλλά είναι, παράλληλα, ένα κόμμα σκληροπυρηνικά εθνικιστικό. Πώς εξηγείτε αυτό το φαινόμενο;
Η θέση των περισσότερων λαικιστικών ριζοσπαστικών δεξιών κομμάτων είναι υπέρ της Ευρώπης, αλλά κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υποστηρίζουν, δηλαδή, τη συνεργασία μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά τάσσονται κατά των γραφειοκρατικών και υπερεθνικών δομών της Ευρωπαικής Ένωσης. Η επιχειρηματολογία που χρησιμοποιούν, ωστόσο, διαφέρει: τα περισσότερα επιθυμούν τον επανασχεδιασμό της Ευρωπαικής Ένωσης σε μια πιο διακυβερνητική βάση, να ανακτήσουν δηλαδή τα κράτη μέλη κάποιες από τις εξουσίες που έχουν εκχωρήσει στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Κάποια άλλα ζητούν τη διάλυσή της ή, τουλάχιστον, την έξοδο της χώρας από αυτή. Ο ΛΑΟΣ ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Κατά τη γνώμη μου, η οικονομική κρίση, και πιο συγκεκριμένα τα πακέτα οικονομικής στήριξης, θα υπονομεύσουν κι άλλο τον όποιο ενθουσιασμό έχει απομείνει στην λαϊκιστική ριζοσπαστική δεξιά για την Ευρώπη. Είναι, δηλαδή, θέμα χρόνου τα λαϊκιστικά ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα της Βόρειας Ευρώπης να δυσανασχετήσουν με το κόστος που καταβάλλουν για την οικονομική στήριξη αδύναμων χωρών, ειδικά σε μια περίοδο που αρκετοί ήδη έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους στην πολιτική των περικοπών. Από την άλλη πλευρά, στο Νότο, η λαικιστική ριζοσπαστική δεξιά δυσανασχετεί με τους όρους και τις συνθήκες των πακέτων διάσωσης επειδή θεωρεί ότι απειλούν ανοιχτά την εθνική κυριαρχία.  

Γιατί κατά τη γνώμη σας, η λαικιστική ριζοσπαστική δεξιά είναι αντίθετη στα πακέτα στήριξης προς τις οικονομικά αδύναμες χώρες της Νότιας Ευρώπης και, ιδίως, στη βοήθεια προς την Ελλάδα;
Τα λαϊκιστικά ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα, πολύ περισσότερο από άλλα, ενδιαφέρονται πρωτίστως για την κοινότητα του έθνους. Αν και δεν απορρίπτουν την ιδέα της αλληλεγγύης μεταξύ των εθνών, εκδηλώνουν μια καχυποψία απέναντι σε μορφές στενότερης διεθνούς συνεργασίας, κυρίως επειδή ανησυχούν για την εθνική κυριαρχία. Οι ευρωσκεπτικιστές της λαικιστικής ριζοσπαστικής δεξιάς  δεν διαφωνούν μόνο με τις οικονομικές μεταβιβάσεις, αλλά συνολικά με τις δομές της Ευρωπαικής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Αν και μεγάλο μέρος της Αριστεράς έχει ταυτίσει τα λαϊκιστικά ριζοσπαστικά κόμματα με τον νεοφιλελευθερισμό ή τα θεωρεί το πιο επικίνδυνο όπλο του παγκόσμιου κεφαλαίου, όπως πιστεύουν οι σύγχρονοι μαρξιστές, εκείνα είναι μάλλον κεντρώα ως προς το οικονομικό τους πρόγραμμα. Συχνά μάλιστα είναι και από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές συγκεκριμένων πτυχών του κράτους πρόνοιας (προφανώς, λόγω ιδεολογίας, μόνο εκείνων που αφορούν τους ντόπιους και όχι τους ξένους). Τέλος, τα κόμματα αυτά υιοθετούν πολύ πιο εύκολα από άλλα εθνικές προκαταλήψεις και στερεότυπα, όπως π.χ. ότι οι λαοί της Νότιας Ευρώπης είναι αργόσχολοι και δεν αξίζουν την οικονομική βοήθεια από τους σκληρά εργαζόμενους Βόρειους. 

Πόσο σοβαρή είναι, για σας, η απειλή της πολιτικής βίας ως συνέπεια της λαικιστικής ριζοσπαστικής δεξιάς ρητορικής; Δέχεστε τον περιορισμό του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου στο όνομα της αποτροπής της;
Η βία που προέρχεται από την ρητορική των λαικιστικών ριζοσπαστικών κομμάτων παρότι είναι παρούσα τόσο σε χώρες όπου τα κόμματα αυτά είναι ισχυρά όσο και σε χώρες που η λαικιστική ριζοσπαστική δεξιά ρητορική δεν είναι διάχυτη, όπως η Τσεχία ή η Γερμανία, είναι ακόμα σχετικά σπάνια - αν και κάποιες φορές με τραγικές συνέπειες και πολλά θύματα. Ο περιορισμός του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου είναι ένα εξαιρετικά ευαίσθητο ζήτημα που χρειάζεται προσοχή, ακριβώς επειδή βρίσκεται στην καρδιά της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αν και είναι προφανές ότι πολλοί τρομοκράτες, όπως ο Μπρέιβικ στη Νορβηγία, επηρεάστηκαν από αυτή την ρητορική, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ίδιο ισχύει και για χιλιάδες άλλους που δεν προέβησαν ποτέ σε πράξεις βίας. Η σχέση, επομένως, λαικιστικού ριζοσπαστικού δεξιού λόγου και πολιτικής βίας είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ιδιατέρως επιλεκτική. Θα έπρεπε να απαγορευθεί η χρήση της μαριχουάνας για να καταπολεμηθεί η εξάρτηση από την ηρωίνη; Τα κόμματα και άλλες δημοκρατικές οργανώσεις αντί να ζητούν την απαγόρευση της λαικιστικής ριζοσπαστικής δεξιάς ρητορικής, πρέπει να την αντιμετωπίζουν με λόγο πλουραλιστικό και ανεκτικό, όπως αρμόζει σε μια δημοκρατία.     

Ποιά είναι, κατά την άποψή σας, η σχέση των λαικιστικών ριζοσπαστικών δεξιών κομμάτων με το Ισλάμ; Πολλοί συγκρίνουν τη σημερινή ισλαμοφοβία με τον αντισημιτικό φασισμό της δεκαετίας του 1930; Διαπιστώνετε αναλογίες;
Η ισλαμοφοβική ρητορική είναι μέρος του λαικιστικού ριζοσπαστικού δεξιού λόγου από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 σε κόμματα όπως π.χ. το «Φλαμανδικό Συμφέρον» του Βελγίου και το γαλλικό «Εθνικό Μέτωπο». Δομικό, όμως, στοιχείο της προπαγάνδας τους γίνεται μετά την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου στους Δίδυμους Πύργους στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης. Στις περισσότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, αλλά και σε κάποιες χώρες της Ανατολικής, στη Βουλγαρία π.χ., η ισλαμοφοβία είναι σήμερα η κυρίαρχη προκατάληψη στην οποία επενδύει η λαικιστική ριζοσπαστική δεξιά. Όπως ακριβώς ήταν, κατά τη δεκαετία του 1930, και ο αντισημιτισμός για τα ναζιστικά κόμματα. Ωστόσο, ο φόβος απέναντι στο Ισλάμ διαφέρει σημαντικά από τον αντισημιτισμό και δεν υποστηρίζεται απ’ όλα τα ακροδεξιά κόμματα με τα ίδια επιχειρήματα. Ενώ, λ.χ., στις αντισημιτικές  θεωρίες συνωμοσίας, ένα ζευγάρι Εβραίων αρκεί για να αποτελέσει απειλή, στις ανάλογες ισλαμοφοβικές θεωρίες ένα ζευγάρι μουσουλμάνων δεν συνιστά απειλή. Ο ισλαμοφοβικός λόγος δεν περιλαμβάνει μόνο κλασικά εθνικιστικά και θρησκευτικά επιχειρήματα-κλισέ, αλλά και φιλελεύθερη επιχειρηματολογία (κυρίως για το ζήτημα της ασφάλειας). Αυτή ακριβώς η επιχειρηματολογία καθιστά την ισλαμοφοβική ρητορική ευρύτερα αποδεκτή. Η ταύτιση του Ισλάμ με την πιο ακραία και ελάχιστα ανεκτική μορφή του από τους ισλαμοφοβικούς συνιστά μια απειλή  για τις θεμελιώδεις αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας (την αρχή της ισότητας των φύλων, το διαχωρισμό κράτους-εκκλησίας) και την ασφάλεια των πολιτών (η τρομοκρατία της Τζιχάντ), και όχι μόνο για την εθνική και τη θρησκευτική καθαρότητα, που αντηχεί εξάλλου σε μικρά ποσοστά του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Για αυτό και υπάρχει πλέον έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των κομμάτων για τις «ισλαμοφοβικές ψήφους». 



No comments:

Post a Comment